- βιβλιοπωλικός
- -ή, -όο σχετικός με την πώληση βιβλίων και τους βιβλιοπώλες («βιβλιοπωλικό κέρδος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιβλιοπωλικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή σχετίζεται με το βιβλιοπώλη και το βιβλιοπωλείο. 2. φρ., «βιβλιοπωλική τιμή», ελαττωμένη τιμή στην οποία οι εκδότες και οι συγγραφείς πωλούν τα βιβλία τους στα βιβλιοπωλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)